- μεναδούρα
- μεναδούρα, ἡ (Μ)ένα από τα σχοινιά τού παλάγκου, το οποίο χρησιμεύει για το τέντωμα ή για το μάζεμα τών πανιών τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menador].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενάλι(ο)ν — μενάλι(ο)ν, τὸ (Μ) η μεναδούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. menal] … Dictionary of Greek